- μίνυνθα
- μίνυνθαa short timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίνυνθα — (Α) επίρρ. 1. σε μικρή ποσότητα 2. για λίγο χρόνο («μίνυνθα δὲ γίγνεται ἥβης καρπός», Μίμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ τού μινύθω* «περικόπτω, ελαττώνω» + κατάλ. θα (πρβλ. δηθά). Το ν τού μίνυ ν θα οφείλεται σε μετρικούς λόγους (βλ. μινύθω)] … Dictionary of Greek
μίνυνθ' — μίνυνθα , μίνυνθα a short time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… … Dictionary of Greek
δηθά — επίρρ. (Α) για πολύν καιρό («οὐ μετὰ δηθά» όχι μετά από πολύ καιρό). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. δη τού δην* + επίρρ. κατάληξη θα (πρβλ. ένθα, μίνυνθα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
μινυνθάδιος — μινυνθάδιος, ία, ον (Α) 1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιος («μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ », Ομ. Ιλ.) 2. μικρός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μινυνθαδία (κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ τού επιρρ. μίνυνθα* + κατάλ. άδιος (πρβλ. κρυφ άδιος)] … Dictionary of Greek
ολίγινθα — ὀλίγινθα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀλίγον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀλίγινθα, κατά το μίνυνθα*] … Dictionary of Greek
ψαίνυνθος — ον, Α (στον Λυκόφρ.) (κυρίως το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ψαίνυνθα με απατηλό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψαι τού ψαίω*, πιθ. μέσω αμάρτυρου ενεστ. τ. *ψαινύθω (πρβλ. μίνυνθα*: μινύθω)] … Dictionary of Greek
mei-5 mi-neu- — mei 5 mi neu English meaning: to lessen, small Deutsche Übersetzung: “mindern” Material: O.Ind. minü ti, minō ti “mindert, schädigt, hindert”, mī yatē, mīya tē “mindert sich”, participle perf. mīta ; manyu mī “den Groll mindernd … Proto-Indo-European etymological dictionary